λέκτρονδε

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

French (Bailly abrégé)

adv.
vers le lit, au lit avec mouv.
Étymologie: λέκτρον, -δε.

Greek Monolingual

λέκτρονδε (Α)
επίρρ. προς το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].