σύμπραξις
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
εως, ἡ,
A assistance, J.AJ9.7.2; τῶν βουλευμάτων taking joint counsel, ib.18.1.1; σ. κοινή Plu.2.478d.
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, das Mitthun, κοινή, gemeinschaftliche Hülfe, Plut. de frat. am. 2, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπραξις: -εως, ἡ, βοήθεια, Πλούτ. 2. 478D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
aide, assistance.
Étymologie: συμπράσσω.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπραξη.