δυσωδία

From LSJ
Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωδία Medium diacritics: δυσωδία Low diacritics: δυσωδία Capitals: ΔΥΣΩΔΙΑ
Transliteration A: dysōdía Transliteration B: dysōdia Transliteration C: dysodia Beta Code: duswdi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foul smell, Arist.Pol.1311b34, HA626b20, Ph.2.96, Plu.2.90b, Phld. Herc.19.27, etc.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, übler Geruch, Arist. H. A. 9, 40 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωδία: ἡ, κακὴ ὀσμή, βρῶμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 20, Ἱ. Ζ. 9. 40, 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odeur fétide.
Étymologie: δυσώδης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.4.47
1 mal olor, fetidez δ. ... περὶ τὸ πνεῦμα Hp.l.c., δυσωδίαι τῶν πτυσμάτων Hp.Coac.400, op. εὐωδία Arist.EE 1230b29, τοῦ στόματος Arist.Pol.1311b34, cf. Plu.2.90b, Luc.Herm.34, Hierocl.Facet.240, τῶν σμηνῶν Arist.HA 626b20, θέρμῃ καὶ δυσωδίᾳ πληγέντας Posidon.227, τῶν ἀθάπτων D.S.14.71, cf. 19.49, βυρσέως Aesop.220, δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαι en una de las plagas de Egipto, Ph.2.96, cf. 175, ὁ ἰχὼρ καὶ ἡ δ. ... κατέρρεε Apoc.Petr.26, δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης Luc.VH 1.16, cf. Luct.11, δυσωδίας αἴτιος Vett.Val.10.19, 105.8, ἡ τραγικὴ δ. olor a chotuno Longus 4.17.2, ἡ ἀπὸ τῶν ἱδρώτων δ. Ath.402d, τῆς ἀηδοῦς κεδρίας IMEG 97.2 (II d.C.), como signo de posesión demoníaca, Ath.Al.V.Anton.63.3, χαλκεὺς ... καπνοῦ καὶ δυσωδίας ὄζων Aen.Gaz.Ep.21, del azufre, Iul.Ascal.13.1.
2 fig. inmundicia, fetidez μὴ ἡ τῆς κεφαλῆς σοῦ εὐοδία δυσωδίαν σου τῷ βίῳ παράσχῃ Diog.325, ἀπορρῖψαι τὴν δυσωδίαν τοῦ διαβόλου Phys.A 101.2, τῆς κακίας δ. Ath.Al.M.26.25C, δ. τῆς εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας Ath.Al.Syn.20.2, δ. τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων Cyr.Al.M.69.960A, ref. al pecado Χριστὸς ... ὡς λύσῃ δυσωδίας Gr.Naz.M.37.656A.