πλεύνως
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
Adv. Ion. for πλεόνως, (πλέων)
A too much, Hdt.5.18 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 631] adv., ion. st. πλεόνως, zu sehr, Her. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πλεύνως: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ πλεόνως, (πλέον) παρὰ πολύ, Ἡρόδ. 5. 18.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πλεόνως.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ιων. τ. βλ. πλείων.