ἀντιφύλαξ
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
poste avancé de l’ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.
Greek Monotonic
ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.