ἀντιφύλαξ

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
poste avancé de l'ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, feindlicher Wachtposten, Luc. conscr. hist. 28.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.

Middle Liddell

one posted to watch another, Luc.