ἀλφάνω

Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[ᾰν] (ἀλφαίνω EM72.39, Aët.13.133), Hom. only in aor. 2 ἦλφον, cf. IG1.53a15, Plu.2.668c: pres., E.Med.297, Fr.326 (no-where else in Trag.), Ar.Fr.324, Eup.258, Men.362:—

   A bring in, yield, fetch, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι Od.17.250; ὁ δ' ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι 15.452, cf. 20.383; ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον Il.21.79; ὁπόσην ἂν ἄλφῃ μίσθωσιν τὸ τέμενος IG l.c., cf. Plu. l.c.: metaph., φθόνον ἀλφάνειν to incur envy, E.Med.297.    II = ἐναλλάσσω, change, Aët. l.c. (cf. Skt. arghás 'price').

German (Pape)

[Seite 111] VLL. auch ἀλφαίνω, erkl. εὑρίσκω, Hom. nur aor. 2, viermal, Iliad. 21, 79 ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον, brachte ich dir ein; Od. 15, 453 ὁ δ' ὕμιν μυρίον ὦνον ἄλφοι; 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; 20, 383 τοὺς ξείνους ἐν νηὶ πολυκλήιδι βαλόντες ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, der sing. auffallend, die Verse 381 – 383 sind unächt, das ἄλφοι war formelhaft geworden u. ward vom Nachdichter unpassend gebraucht, intransit. = einkommen möchte, oder mit Bezug auf den einen der ξεῖνοι, welcher zu der Rede Anlaß gab. – Praes. Eur. Med. 297 φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι, sich zuziehen; frgmtt. comicc. bei Suid.; Arist. frg. εἶπέν μ' ὁ κήρυξ, οὗτος ἀλφάνει heißt wohl: der hat es erstanden; B. A. 382 erkl. εὑρίσκειν u. führt aus Eupol. an ἀποκηρύξει τις ὅ τι ἂν ἀλφάνῃ, quovis pretio.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφάνω: [ᾰν], ὡσαύτως (ἀναφέρεται ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 72. 39) ἀλφαίνω: ἀόρ. ἦλφον, εὐκτ. ἄλφοιμι: ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μὸνον τὸν ἀόρ. ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Μήδ. 298 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 308, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 12, Μένανδρ. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 3. Ἐπ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. 2. 668C) = φέρω, εὑρίσκω, κομίζομαι, κτῶμαι, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι, Ὀδ. Ρ. 250· ὁ δ’ ὑμῖν μύριον ὦνον ἄλφοι, Ο. 452· πρβλ. Υ. 383· ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον, Ἰλ. Φ. 79: - μεταφ., φθόνον ἀλφάνειν, ἐπισπᾶσθαι τὸν φθόνον, Εὐρ. ἔνθ’ ἄνωτ. (ἐκ τῆς √ΑΛΦ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξ. ἀλφή, ἀλφηστής, ἀλφεσίβοιος, κτλ.: πρβλ. Σανσκρ. rabh (desiderare, κτλ.,) sam-rabh (compotem esse)· Λατ. labor, κτλ. Γοτθ. arbaiths (κόπος), arbaidjan (κοπιᾶν)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. arabeit (arbeit), κτλ.· ὥστε ἡ πρώτη ἔννοια φαίνεται νὰ εἶναι ἡ τοῦ κόπου, κτᾶσθαι διὰ τοῦ κόπου· πρβλ. ἀλφηστής).

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἦλφον;
gagner, obtenir ; procurer : τινί τι qch à qqn ; φθόνον ἀλφάνειν EUR exciter l’envie.
Étymologie: R. Ἀλφ chercher à se procurer ; cf. lat. labor.

English (Autenrieth)

only aor. ἦλφον, opt. ἄλφοι, 3 pl. ἄλφοιν, Od. 20.383: yield, bring; μῦρίον ὦνον, ‘an immense price,’ Od. 15.453, cf. Il. 21.79.