παίγνιος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον,
A playful, εὐστοχίη AP7.12.212 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 438] scherzhaft, zu Spiel u. Zeitvertreib dienend, καρύων παίγνιος εὐστοχίη, Strat. 54 (XII, 212).
Greek (Liddell-Scott)
παίγνιος: -ον, παιγνιώδης, ἀστεῖος, Ἀνθ. Π. 12. 212.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίζω.
Greek Monolingual
παίγνιος, -ον (Α) παίγνιον
παιγνιώδης, αστείος.