χυτρίδιον
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
[ῐ], τό, Dim. of χυτρίς,
A a small pot, cup, Hp.Ulc.17, Ar.Ach.463, 1175, Alex.244.2, Inscr.Délos 1403 A bi84 (ii B. C.); also χυθρίδιον, Aët.11.11; Ion. κυθρίδιον, Epicur.Fr.182, Olymp.Alch. p.75B.
German (Pape)
[Seite 1385] τό, dim. von χυτρίς, Ar. Ach. 463. 1175, com. bei Ath. XI, 502 c, als Trinkgeschirr.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χυτρίς, μικρὰ χύτρα, Ἱππ. 879, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, 1175, Ἄλεξις ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 1 ― ἐν τῷ τύπῳ κυθρίδιον, Κλήμ. Ἀλεξ. 165.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χυτρίς.
Greek Monotonic
χυτρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χύτρα, μικρό αγγείο, κύπελλο, σε Αριστοφ.