διασκοπέω

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκοπέω Medium diacritics: διασκοπέω Low diacritics: διασκοπέω Capitals: ΔΙΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: diaskopéō Transliteration B: diaskopeō Transliteration C: diaskopeo Beta Code: diaskope/w

English (LSJ)

(cf. διασκέπτομαι), fut. διασκέψομαι: aor. διεσκεψάμην: pf.

   A διέσκεμμαι Ar.Ra.836, but διεσκέφθαι in pass.sense, Id.Th.687:— look at in different ways, examine or consider well, Hdt.3.38, E.Cyc. 557, etc.; ἑξῆς δ. τὸν λόγον Pl.R.350e, cf. Tht.168e; also δ. πρὸς ἑαυτόν Id.Chrm.160e; περὶ σφᾶς αὐτούς, περί τινος, Th.7.71, Pl.Phd. 61e; δ. περί τινος εἰ . . Arist.Pol.1272a26: c. gen., τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας D.C.58.7:—Med., πρὸς τὰ ἔξω διασκοπεῖσθαι Th.6.59: impf., Pl.Plt.259c.    II abs., look round one, keep watching, μὴ ὁρῶνται X.Cyn.9.3.

German (Pape)

[Seite 602] = διασκέπτομαι, genau betrachten, erwägen; Thuc. 7. 48; Plat. Phaed. 61 e u. Folgde. Auch med., Phaed. 70 e, χρὴ διασκοπεῖσθαι; vgl. Plut. Alcib. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner à fond, observer, étudier;
Moy. διασκοπέομαι-οῦμαι examiner avec soin.
Étymologie: διά, σκοπέω.

Spanish (DGE)

1 en sent. fís. mirar detenidamente, examinar con atención, inspeccionar διασκοπῶν ἥδομαι τὰς Λημνίας ἀμπέλους disfruto examinando mis viñas lemnias Ar.Pax 1161
espiar ἅπασαν ... τῶν πολεμίων τὴν δύναμιν Procop.Pers.1.15.4
abs. rebuscar, escudriñar τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν Ar.V.246, δ. σιωπῇ πανταχῇ Ar.Th.660, cf. Socr.Ep.14.6.
2 en sent. intelectual investigar, estudiar, ocuparse de en v. act. y med., c. ac. τοῦτον Pl.Ap.21c, τά τε δίκαια καὶ τὰ ἄδικα X.Mem.4.8.4, τὰ ἑξῆς διασκοπήσωμεν veamos lo que sigue Eus.PE 3.10.13, ταῦτα ἐν ἑαυτοῖς Epiph.Const.Haer.66.15.5, cf. 78.24.1, οὑτωσὶ τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.2.486, τὸ λυσιτελοῦν ἑκάστῳ SB 8028.7 (VI d.C.), cf. PMasp.321.8 (VI d.C.) en BL 4.15, ὃ νυνδὴ διεσκοπούμεθα Pl.Plt.259c, c. gen. τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας διεσκόπουν D.C.58.7.4, c. inf. διεσκεψάμεθα μέσην τινὰ τῷ πράγματι τάξιν ἐπινοῆσαι Iust.Nou.22.26 proem., c. interr. indir. περὶ σφᾶς αὐτοὺς καὶ ὅπῃ σωθήσονται διεσκόπουν se preocupaban de sí mismos y de la manera de salvarse Th.7.71, cf. 1.52, διασκοπούντων ἡμῶν ὅ τι χρὴ λέγειν Aeschin.2.21, πρὸς τὰ ἔξω ἅμα διεσκοπεῖτο εἴ ποθεν ἀσφάλειάν τινα ὁρῴη Th.6.59, τίς οὖν μετ' αὐτὸν θηρίων τυραννήσει διεσκοπεῖτο Babr.95.17, διεσκοπεῖτο πῶς ... Lib.Or.18.83.
3 recapacitar, reflexionar, hacer una indagación o examen c. giro prep. περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ Pl.Phd.61e, περὶ ταύτης τῆς δόξης Arist.EE 1217b16, πάνυ γε διασκοπῶν Alex.140.3, ὑπὲρ ὧν οὐ καιρὸς ἐν τῷ παρόντι διασκοπεῖν acerca de lo cual ahora no es el momento de discutir D.H.Lys.12.8, ἔδοξεν οὖν αὐτῷ διασκοπήσαντι σὺν τοῖς παρέδροις αὐτοῦ decidió pues, tras hacer un examen en profundidad con sus asesores Ach.Tat.7.12.1
en v. med. mismo sent. ὑπὲρ ἁπάντων Luc.Gall.25, περὶ τούτων Hld.3.10.1, περὶ τῶν παρόντων Hld.8.5.4, cf. Pl.Phd.70c, Plu.Alc.10, Plot.4.3.18.