κενολόγος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
German (Pape)
[Seite 1417] leeres Geschwätz vorbringend.
Greek (Liddell-Scott)
κενολόγος: -ον, ὁ κενά, μάταια, ἀνόητα λέγων, φλύαρος, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dit des choses vaines ou frivoles.
Étymologie: κενός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ κενολόγος, -ον)
αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο-λόγος, λεπτο-λόγος.