καταζώννυμι

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζώννῡμι Medium diacritics: καταζώννυμι Low diacritics: καταζώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katazṓnnymi Transliteration B: katazōnnymi Transliteration C: katazonnymi Beta Code: katazw/nnumi

English (LSJ)

   A gird fast:—Med., gird for oneself, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba.698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27:— Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.

Greek (Liddell-Scott)

καταζώννῡμι: καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

ceindre, entourer.
Étymologie: κατά, ζώννυμι.

Greek Monolingual

καταζώννυμι (Α)
1. ζώνω σφιχτά
2. μέσ. καταζώννυμαι
ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά.