νηστεία
English (LSJ)
ἡ,
A fast, νηστεῖαι καὶ ὁρταί Hdt.4.186, cf. LXXIs.1.13, Str. 16.2.40, Act.Ap.27.9; νηστείην φέρειν Hp.Aph.1.13; νηστείας ὄζειν (cf. νῆστις 1.2) Arist.Pr.908b12; at Athens, name for the third day of the Thesmophoria, Ath.7.307f, Alciphr.3.39, cf. PCair.Zen.350.5 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
νηστεία: ἡ, (νηστεύω) ἀποχὴ ἀπὸ τροφῆς, νστεῖαι καὶ ὁρταὶ Ἡρόδ. 4. 186· νηστείην φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1243· νηστείας ὄζειν (ἴδε νῆστις Ι. 1), Ἀριστ. Προβλ. 13. 7· ἐν Ἀθήναις οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ τρίτη ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἀθήν. 307F, Ἀλκίφρων 3. 39· οὗτοι δεδειπνήκασι· ὁ δὲ τάλας ἐγὼ κεστρεὺς ἂν εἴην ἕνεκα νηστείας ἄκρας Δίφιλ. ἐν «Λημνίαις» 1· περὶ τοῦ κεστρέως ἴδε ἐν λέξει νῆστις ΙΙ. 3. ΙΙ. θρησκευτικὴ νηστεία, Ἑβδ. Ἔσδρ. (Α), Η΄, 49, Τωβὶτ ΙΗ΄, 8, Ἡσαΐας Λ΄, 13, κ. ἀλλ. - κυρίως ἡ ἐτησία νηστεία τῶν Ἰουδαίων, Στράβ. 16. 2, 40, Φίλων ΙΙ, 13, 8, 206, 15, 296, 16 (286, 26), Πράξ. Ἀπ. κζ΄, 9, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 16, 4., 17, 64, Ἰουδ. Πόλ. 5, 5, 7, κατὰ Ἀπ. 2. 39, κλ. 2) Χριστιαν. νηστεῖαι: α΄) ἡ ἁγία τεσσαρακοστή, ἡ πρὸ τοῦ πάσχα, Εἰρην. 1228C, κἑξ., Μεθόδ. 384Β, Ἀθαν. Ι, 273Β, Βασίλ. ΙΙΙ, 189D, Νεκτάρ. 1829Α, Ἐπιφάν. Ι, 465Α· ἡ δεσποτικὴ νηστεία Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 32Ε, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 449Β· ἡ νηστεία τοῦ πάσχα ἡ τῆς μεγάλης ἑβδομάδος, Διον. Ἀλεξ. 1277Α, Εὐσ. ΙΙ, 492Β, κλ. - Αἱ ἀκόλουθοι ἐκκλησιαστικαὶ νηστεῖαι εἰσήχθησαν μικρὸν πρὸ τῆς Ὀγδόης Ἑκατονταετηρίδ. μ. Χ., - β΄) ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ἥτις καλεῖται καί: νηστεία τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, Ἀναστάσ. Ἀντ. 1392Α, Στουδ. 1696Α, Β, D, Ἀναστ. Καισ. 521Β, Ὡρολόγ. Νοεμβρ. 15 (περὶ τῆς νηστείας ταύτης ἴδε καὶ Ἀποκρύφους Πράξεις Φιλίππου 31, 33, 37, 42)· - γ΄) ἡ νηστεία τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, Ἀναστ. Ἀντ. 1392Α, Στουδ. 1697Α, Ἀναστ. Καισ. 521Ε, Βαλσαμ. κλ.· - δ΄) ἡ νηστεία τῆς Θεοτόκου, ἡ νηστεία ἡ πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγ.), Στουδ. 1697Α, Ἀναστ. Καισ. 520Β, Ὡρολόγ. Αὐγ. 1· - ε΄) ἡ νηστεία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ φυλαττομένη πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ σταυροῦ (Σεπτ. 14) κυρίως ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Στουδ. 1696, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jeûne.
Étymologie: νηστεύω.
English (Strong)
from νηστεύω; abstinence (from lack of food, or voluntary and religious); specially, the fast of the Day of Atonement: fast(-ing).