ἁπαξάπας
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
German (Pape)
[Seite 279] , bes. im plur., alle auf einmal, zusammen, Ar. Pl. 111 u. öfter, wie a. com.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαξάπᾱς: ᾱσα, ᾰν, ὅλος, η, ον ὁμοῦ ἢ διὰ μιᾶς, ὁλόκληρος, περιτρέχων τὴν γὴν ἁπαξάπασαν, ὁλόκληρον, ὅλην διὰ μιᾶς, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἡμέρα ἁπ. Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· ἁπαξάπαν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 16: - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἀριθ., πάντες ἄνευ ἐξαιρέσεως, μὰ Δί’, ἀλλ’ ἁπαξάπαντες Ἀριστοφ. Πλ. 111, εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα, πάντα ἀνεξαιρέτως, αὐτόθι 206, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ασα, αν;
tout entier ; pl. tous en une fois, tous ensemble.
Étymologie: ἅπαξ, ἅπας.
Spanish (DGE)
(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν
• Prosodia: [-ξᾰ-]
1 todo entero περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp.4.3 (cj.), ἡμέρα Stratt.36.2, τιμή Phld.Mort.23, ἁπαξάπαν Xenarch.7.16.
2 en plu. todos juntos, todos en conjunto Ar.Pl.111, PMerton 43.8 (V d.C.)
•en gener. εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλεισμένα encontrando todo bien cerrado Ar.Pl.206.