ὄργανος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
η, ον,
A working, forming, ὀργάνη χείρ E.Andr.1014 (s.v.l.): Ὀργάνη as epith. of Athena, BCH52.52 (Thasos, v B.C.), IG2.1329, Hsch., Phot. ; cf. ἐργάνη.
German (Pape)
[Seite 369] bildend, χείρ, Eur. Andr. 1015. S. auch ὀργάνη.
Greek (Liddell-Scott)
ὄργανος: -η, -ον, ὁ ἐργαζόμενος, κατασκευάζων, ὀργάνη χείρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1015. - Ὀργάνη, «ἡ Ἀθηνᾶ, ἣν καὶ Ἐργάνην ἀπὸ ἔργων λέγουσιν» Ἡσύχ., Φώτ.· πρβλ. ἐργάνη.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
actif, industrieux.
Étymologie: R. Ϝεργ, travailler ; cf. ἔργον.