αἰόλλω

From LSJ
Revision as of 15:21, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰόλλω Medium diacritics: αἰόλλω Low diacritics: αιόλλω Capitals: ΑΙΟΛΛΩ
Transliteration A: aióllō Transliteration B: aiollō Transliteration C: aiollo Beta Code: ai)o/llw

English (LSJ)

only pres.,

   A to shift rapidly to and fro, ὡς δ' ὅτε γαστέρ' ἀνὴρ . . αἰόλλῃ Od.20.27.    II variegate, Nic.Th.155:—Pass., shift colour, ὄμφακες αἰόλλονται Hes.Sc.399.

Greek (Liddell-Scott)

αἰόλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, στρέφω παντοιοτρόπως, ποικίλως, τῇδε κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. ἐόλει). ΙΙ. ποικίλλω, Νικ. Θ. 155: - Παθ. μεταβάλλω χρῶμα, ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι χρῶμα καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. αἰόλος, 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
agiter vivement en tous sens, faire tourner.
Étymologie: αἰόλος.

English (Autenrieth)

(αἰόλος): turn quickly; ἔνθα καὶ ἔνθα, Od. 20.27†.