ἀλόγιστος
English (LSJ)
ον,
A inconsiderate, thought-less, τόλμα Th.3.82; ὀργή Men.574; of persons, Phld.Ir.p.97 W. Adv. -τως thoughtlessly, Lys.7.12, Isoc.2.29; δαπανᾶν ἀ. βίον Men. 623, etc. 2 irrational, Pl.Ap.37c; opp. λογιστικός, R.439d, al.; foolish, unthinking, Phld.Ir.p.97 W.; πλοῦτος ἀ. προσλαβὼν ἐξουσίαν Men.665; τὸ ἀ. unreason, i.e. chance, Th.5.99. Adv. -τως Id.3.45, Pl.Prt.324b, al. II incalculable, S.OC1675 (lyr.); indefinite, indeterminate, φορά Procl. in Prm.p.547 S. 2 not to be accounted, vile, E. Or. 1156, Men.75.
German (Pape)
[Seite 108] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, οὕτως ἀλόγιστος, ὥστε μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = ἀλογιστία, Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, τόλμα 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόγιστος: -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος, προπετής, τόλμα, Θουκ. 3. 82˙ ὀργή, Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, αὐτόθι 79, κτλ. 2) ἄλογος, ἀσυλλόγιστος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ λογιστικός, Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ πλοῦτος ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ ἀλογιστία, Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, φαῦλος, Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irréfléchi, inconsidéré, déraisonnable;
2 incalculable.
Étymologie: ἀ, λογίζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontable ἀλόγιστα παροίσομεν S.OC 1675
•indefinido, indeterminado φορά Procl.in Prm.711.16.
2 con lo que no se puede contar, imprevisible ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου la multitud es una alternativa poco de fiar a cambio de un amigo fiel E.Or.1156, Τύχη δαίμων ἀλόγιστος GVI 1350.10 (Ilión I/II d.C.), πλοῦτος Men.Fr.615
•subst. τὸ ἀ. lo imprevisible, el azar τῷ ἀλογίστῳ ἐπιτρέψαντες Th.5.99.
II 1irreflexivo, insensato, irresponsable, poco juicioso de pasiones y afectos τόλμα Th.3.82, κενὴ σπουδὴ καὶ ἀ., μηδὲν μανίης διαφέρουσα Hp.Ep.17 (p.362), ὀργή Men.Fr.519, τρόπος Men.Fr.219, θυμός Plb.2.21.2, ἐμπληξία D.C.43.15, ὕβρις LXX 3Ma.6.12, ἐλπὶς ἀ. ἐλευθερίας I.BI 2.346
•de pers. εἰ οὕτως ἀ. εἰμι si soy tan insensato Pl.Ap.37c, οἱ ... ἐκ φύσεως ἀλόγιστοι Arist.EN 1149a10, ὡς ἀ. ἐστ' ἀνὴρ, ὅς μήτε φυλακὴν τῶν ἀναγκαίων ἔχει Men.Fr.335, cf. 492, Plb.3.63.7, ἀ. τε καὶ ἄνανδρος Pl.Grg.522e, ἀλογιστότεροι διὰ τὴν εὐτυχίαν εἰσίν Arist.Rh.1391b1, ἀ. ἔσται τῆς ἀληθείας κριτής Men.Asp.327, cf. I.BI 4.123, en rel. c. la ὀργή, μέθη Phld.Ir.97
•esp. de los niños, LXX Sap.12.25, τὸ τῆς διανοίας ἀ. καὶ ... βρεφῶδες Ph.1.394.
2 c. gen. que no tiene en cuenta, no previsor τοῦ ἐσομένου, τοῦ πείσεσθαί τι Arist.Rh.1385b30-32.
III fil. irracional op. λογιστικός: τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικὸν προσαγορεύοντες τῆς ψυχῆς, τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τε καὶ πεινῇ ... καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστον Pl.R.439d, πάθος Arist.EE 1229a21.
IV adv. -ως
1 irreflexivamente, sin pensar ἐδόξασεν Th.3.45, μὴ ἀ. ἀπώσησθε Th.1.37, εἰκῆ καὶ ἀ. ποιῆσαι Lys.7.12, cf. Isoc.2.29, ἀ. καὶ ἀσκέπτως Pl.Hp.Ma.301c, ἀ. ἂν φεύγοι Pl.Phd.62e, τοὺς τὸν ἴδιον δαπανῶντας ἀ. βίον Men.Fr.507, ἀ. ἀπόλλεις LXX 4Ma.6.14
•sin prever las consecuencias ἢ τῷ ψύχει ἢ τῷ θάλπει ἀ. ὁμιλοῖεν se expongan al frío o al calor sin prever las consecuencias Hp.Prorrh.2.2.
2 irracionalmente ὥσπερ θηρίον ἀ. τιμωρεῖται Pl.Prt.324 b.