ἀμφινέμομαι
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
English (LSJ)
Med.,
A dwell round, c. acc. loci, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Il.2.521; Ὄλυμπον ἀ., of gods, 18.186; Ἰθάκην Od.19.132; of constellations, δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον Arat.282: abs., D.P. 127, al.: metaph., σὲ ὄλβος ἀ. encompasses thee, Pi.P.5.14.
German (Pape)
[Seite 141] (s. νέμω), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835 Πράκτιον: ὅτι ἔνιοι ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. ὄλβος σε ἀμφινέμεται, Reichthum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινέμομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι πέριξ: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., ὄλβος σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ πυρός, ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀμφενεμόμην;
résider autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, νέμομαι.
English (Autenrieth)
only pres. and ipf.: dwell around, or dwell around in, Il. 2.521, Od. 19.132.