καθοράω

From LSJ
Revision as of 19:25, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοράω Medium diacritics: καθοράω Low diacritics: καθοράω Capitals: ΚΑΘΟΡΑΩ
Transliteration A: kathoráō Transliteration B: kathoraō Transliteration C: kathorao Beta Code: kaqora/w

English (LSJ)

Ion. κατ-, impf.

   A καθεώρων X.Cyr.3.2.10, Ion. 3sg. κατώρα Hdt.7.208: pf. καθεώρακα Pl.Lg.905b: fut. κατόψομαι Hdt.3.17: 3sg. pf. κατῶπται Pl.R.432b: aor. 1 κατώφθην Id.Phlb.46b: for aor. Act., v. κατεῖδον:— look down, ἐξ Ἴδης καθορῶν Il.11.337; ἐπί τινος Hdt.7.44:— Med., ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Il.13.4.    II trans., look down upon, ὅσους θνητοὺς ἠέλιος καθορᾷ Sol.14, cf. Thgn.168, 616, X.Cyr. 3.2.10; ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Pl.Sph.216c, etc.: metaph., φρένα Δίαν κ., ὄψιν ἄβυσσον A.Supp.1058 (lyr.):—Med., Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Il.24.291.    2 have within view, see distinctly, descry, Hdt. 7.208, 9.59, Ar.Nu.326, Pl.R.516a, etc.:—Pass., Th.3.20, 112, Pl. Phlb.38d, etc.    3 behold, observe, perceive, Pi.P.9.49, E.Fr.910.5 (anap.); καθορᾶν τι ἔν τινι to observe something therein, Pl.Lg. 905b, cf. Grg.457c; τι ἐν τῇ ζητήσει Id.R.368e; ἵν' ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου that he may not observe thy knavish tricks, Ar.Eq.803; also κ. τὰς τρίχας εἰ . . to look and see whether... Hdt.2.38.    4 explore, τὰ ἄλλα Id.3.17, cf. 123.    5 regard, reverence, τὸ τοῦ θεοῦ κράτος LXX 3 Ma.3.11.

German (Pape)

[Seite 1289] (s. ὁράω), herab-, heruntersehen, -schauen; Κρονίων ἐξ Ἴδης καθορῶν Il. 11, 337; Hom. im med., ὅςτε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται 24, 291, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν 13, 4; ἀφ' ὑψηλοτέρου Xen. Hell. 6, 2, 29; ἀπὸ τοῦ ἄκρου τὰ ὄπισθεν γιγνόμενα An. 4, 2, 15; ἄνωθεν Plat. Rep. V, 476 d; ὕψοθεν τὸν τῶν κάτω βίον Soph. 216 c; durchschauen, erkennen, Pind. P. 9, 47; τί δὲ μέλλω φρένα Δῖαν καθορᾷν; wie soll ich Zeus Rathschluß durchschauen? Aesch. Suppl. 1044; πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι ib. 89; übh. erblicken, κατεῖ. δον δὲ πῆμ' ἄελπτον Pers. 985; τἡν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν Soph. Ant. 1206; τὴν σὴν (ὀργὴν) ὁμοῦ ναίουσαν οὐ κατεῖδες O. R. 338; ἵνα ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου Ar. Equ. 803; Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα Her. 9, 59; τί τοιοῦτο ἐν τῇ ζητήσει καθορᾷς Plat. Rep. II, 368 e; an Einem Etwas bemerken, ἐν αὐτοῖς τὸ τοιόνδε ὅτι Gorg. 457 c; τοῦτο ἐν κυσὶ κατόψει Rep. II, 376 a; c. partic., wie das simpl., ἕτερον ἡμῖν γεγονός Polit. 266 b; Sp, πέμπειν ἐκέλευεν εἰς Ἀθήνας τοὺς κατοψομένους, die es in Augenschein nehmen sollten, Plut. Them. 19. – Das med. außer Hom. noch Soph. El. 880, κατιδέσθαι Her. 5, 35. 7, 208.