μακροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκέφᾰλος Medium diacritics: μακροκέφαλος Low diacritics: μακροκέφαλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: makroképhalos Transliteration B: makrokephalos Transliteration C: makrokefalos Beta Code: makroke/falos

English (LSJ)

ον,

   A long-headed, Hp. Epid.2.1.8; of a Scythian tribe, Hes.Fr.62, Hp.Aër.14: Sup., Str.11.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Στράβ. 520.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à longue tête.
Étymologie: μακρός, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακροκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία
αρχ.
1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι
σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το κρανίο τών νεογεννήτων.