συνήκω

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκω Medium diacritics: συνήκω Low diacritics: συνήκω Capitals: ΣΥΝΗΚΩ
Transliteration A: synḗkō Transliteration B: synēkō Transliteration C: syniko Beta Code: sunh/kw

English (LSJ)

   A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87.    II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.

Greek (Liddell-Scott)

συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

French (Bailly abrégé)

être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].