γύλιος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
German (Pape)
[Seite 508] ὁ, auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene (ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.
Greek (Liddell-Scott)
γύλιος: ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, εἶδος μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 ὡσαύτως γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sac long et étroit où les soldats serraient certaines provisions de bouche.
Étymologie: DELG étym. douteuse ; pê rapport avec γύαλον.
Russian (Dvoretsky)
γύλιος: или γῠλιός ὁ солдатская походная сумка, ранец Arph.