καδδῦσαι
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
German (Pape)
[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.
Greek (Liddell-Scott)
καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.
French (Bailly abrégé)
part. ao. fém. pl. épq. de καταδύω.
English (Autenrieth)
see καταδύω.