διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
κάθου: προστ. τοῦ κάθημαι, «κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς» Μοῖρις 215· «κάθου, Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.
2ᵉ sg. impér. prés. poét. de κάθημαι;2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de καθίημι.
κάθου: NT (= κάθησο) 2 л. sing. imper. к κάθημαι.