κάθου

From LSJ
Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κάθου: προστ. τοῦ κάθημαι, «κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς» Μοῖρις 215· «κάθου, Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. poét. de κάθημαι;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de καθίημι.

Russian (Dvoretsky)

κάθου: NT (= κάθησο) 2 л. sing. imper. к κάθημαι.