Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
adv.ἀπλήστως διακεῖσθαι être insatiable.Étymologie: ἄπληστος.
ἀπλήστως: ненасытно, жадно (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τι Xen., Isocr., περί τι Isocr. и τινός Plut.).