ἀξιόλογος
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ον,
A worthy of mention, remarkable, ὁ ἐν Ἐφέσῳ νηός Hdt.2.148, etc.; πόλεμος -ώτατος Th.1.1; τοῦτο -ώτερον X.Cyr.8.2.13; ἀλίθοι Suid. Adv. -γως X.Mem.1.5.5, Aristeas 72, Phld.Rh.1.2 S., al., Plu.2.128e. 2 of persons, of note, important, τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, etc. 3 ἀ. μιμήματα imitations of worthy objects, Pl.Lg.669e.
German (Pape)
[Seite 270] der Rede werth, ansehnlich, gut, Plat. öftek, z. B. παιδεία Legg. VII, 803 d; Thuc. 4, 23 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόλογος: -ον, ὁ ἄξιος λόγου, ἀξιοσημείωτος, ὁ ἐν Ἐφέσῳ… νηὸς Ἡρόδ. 2. 148· οὕτω Πλάτ. κ. ἄλλοι· πόλεμον... ἀξιολογώτατον, σημαντικώτατον, σπουδαιότατον, Θουκ. 1. 1· τοῦτο ἀξιολογώτερον Ξεν. Κύρ. 8. 2, 13: - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 1. 2) ἐπὶ προσώπων σπουδαῖος, ἐπίσημος, τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Θουκ. 2. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 digne d’être rapporté, mémorable;
2 digne de considération, considérable, estimable.
Étymologie: ἄξιος, λόγος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1digno de mención, notable, considerable de cosas y abstr. ὁ ἐν Ἐφέσῳ ... νηός Hdt.2.148, πόλεμος Th.1.1, πόλεις Th.5.74 μιμήματα imitaciones dignas de mención Pl.Lg.669e, ἀπόστημα Hp.Coac.146, ἕλκεα Hp.Dent.22, οὐθέν Arist.GA 746b5, τι Arist.Pol.1273b29, προκοπή Chrysipp.Stoic.3.51, πρᾶξις Plb.2.39.11, ὁλκάδες Str.3.2.3, de la amistad PLugd.Bat.17.14.8, λίθος Sud., cf. PPetr.2.16.7 (III a.C.)
•subst. τὸ μεγαλεῖον καὶ ἀξιόλογον νοήσει Plu.2.214e.
2 importante, de calidad de pers. τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, ἀνήρ IG 42.81.1 (Epidauro I d.C.), μήτηρ JRCil.1.27, cf. TAM 3.1.73, PTeb.27.22 (II a.C.), POxy.2705.3, BGU 326.2.17 (II d.C.)
•subst. οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν Ῥωμαίων Plb.39.1.3.
II adv. -ως
1 en forma digna de mención X.Mem.1.5.5, Aristeas 72, Phld.Rh.p.5Aur., Plu.2.128e.
2 razonablemente Clem.Al.Paed.3.6.34.