ἀπόγνοια
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ἡ, (ἀπογιγνώσκω)
A despair, τοῦ κρατεῖν Th.3.85.
German (Pape)
[Seite 298] ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόγνοια: ἡ, (ἀπογιγνώσκω) ἀπόγνωσις, ἀπελπισμός, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Θουκ. 3. 85.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désespoir.
Étymologie: ἀπογιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
desconfianza, desesperación ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Th.3.85.