ἀπόπροθι
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
Adv.
A far away, ἀ. δώματα ναίεις Od.4.811, al., cf.Theoc. 13.61, etc.; μάλα πολλοὶ ἀ. πίονες ἀγροί fields extending far and wide, Il.23.832, cf. Od.4.757.
German (Pape)
[Seite 320] fern ab, in der Ferne, Hom. Od. 5, 80 u. sonst; Hes. O. 2, 8 u. Sp., wie Theocr. 13, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπροθι: ἐπίρρ. μακράν, ἀπ. δώματα ναίεις Ὀδ. Δ. 811, πρβλ. 757., Ε. 80., Ι. 18, 38˙ μάλα πολλοὶ ἀπ. πίονες ἀγροὶ Ἰλ. Ψ. 832: πρβλ. ἀποπρό.
French (Bailly abrégé)
adv.
au loin en avant.
Étymologie: ἀποπρό, -θι.