ἄρρατος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον,
A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.
Spanish (DGE)
(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.
• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.