γυναικώδης

From LSJ
Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικώδης Medium diacritics: γυναικώδης Low diacritics: γυναικώδης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: gynaikṓdēs Transliteration B: gynaikōdēs Transliteration C: gynaikodis Beta Code: gunaikw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A woman-like, womanish, τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9, cf. D.S.2.24, Ph.1.366; ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21: -ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11. Adv. -δῶς Sch.Ar.Th.575.

German (Pape)

[Seite 511] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ ἄνανδρος Plut. Sol. 21; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς γυναῖκα ὅμοιος, γυναικεῖος, Πολύβ. 2. 56, 9.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à une femme, efféminé.
Étymologie: γυνή, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
I 1propio de mujer, mujeril οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, ἄνανδρος καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.Sol.21, Gr.Nyss.V.Mos.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril Luc.Nigr.11
de tipo femenino τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.Epit.1.84.
2 que tiene aspecto de mujer λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.SD 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.
II adv. -ῶς afeminadamente ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.Th.575.