ἐξαναφέρω

Revision as of 12:31, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

   A bear up, of buoyant sea-water, Arist.Fr.217.    2 ἐ. λόγχης τύπον exhibit the form of a spear, Plu.2.563a.    II intr., weather the storm, Id.Pyrrh.15: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα Id.Oth.9: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c.    2 rise in the scale, ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα ib.469b.

German (Pape)

[Seite 868] (s. φέρω), heraus-, herausbringen, ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; πρός τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφέρω: μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, ἀναβιβάζω πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν κάτω, ᾗ καὶ μᾶλλονθάλαττα τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, αὐτόθι 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· ἀντέχω, καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξανοίσω, ao.2 ἐξανήνεγκον;
I. tr. 1 soulever à la surface (de l’eau) ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) sortir de l’eau;
2 porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d’un coup de lance;
II. intr. se relever, reprendre ses forces.
Étymologie: ἐξ, ἀναφέρω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 c. ac. de pers. sacar a la superficie, mantener a flote ἡ θάλαττα τούς τε νηχομένους ἐξαναφέρει Arist.Fr.217
fig. recobrar el ánimo ἐξαναφέρειν καὶ ἀνακουφίζειν αὑτόν recobrar su ánimo y sentirse aliviado Plu.2.469c.
2 c. ac. de cosa llevar por fuera ἐξανήνεγκεν λόγχης τύπον ἐν τῷ σώματι llevó en la piel de su cuerpo la imagen de una espada Plu.2.563a.
II intr. soportar, resistir, mantenerse firme ἀρετῇ ... κυβερνητῶν ἐξανέφερε se mantenía firme por el valor de los pilotos Plu.Pyrrh.15, ἐξαναφέρειν ... πρὸς τὴν ἀδηλότητα Plu.Oth.9, cf. 2.541a, 550c, c. part. pred. del suj. ἐν νοσήματι ... κατειλημμένος οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν Plu.2.147c, ἐξαναφέρειν γλιχόμενος καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plu.2.446b.