βόσις
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
εως, ἡ, (βόσκω)
A food, fodder, ἰχθύσι Il.19.268; οἰωνοῖς καὶ θηρσί Q.S.1.329; β. καὶ τροφή Porph.Antr.15.
German (Pape)
[Seite 454] ἡ, Fraß, Weide, Il. 19, 268 (ἅπαξ εἰρημ.) u. sp. D.; Qu. Sm. 1, 327 Opp. 3, 174.
Greek (Liddell-Scott)
βόσις: -εως, ἡ, (βόσκω) τροφή, βορά, βοσκή, ἰχθύσι Ἰλ. Τ. 268· οἰωνοῖς καὶ θηρσὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 329.
French (Bailly abrégé)
εως, épq. ιος (ἡ) :
pâture, nourriture (pour les animaux).
Étymologie: βόσκω.