ἀφεστήξω

From LSJ
Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεστήξω Medium diacritics: ἀφεστήξω Low diacritics: αφεστήξω Capitals: ΑΦΕΣΤΗΞΩ
Transliteration A: aphestḗxō Transliteration B: aphestēxō Transliteration C: afestikso Beta Code: a)festh/cw

English (LSJ)

Att. intr. fut. from ἀφέστηκα, I

   A shall be absent, away from, τινός Pl.R.587b; I shall desert, X.An.2.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεστήξω: παλαιὸς Ἀττ. ἀμετάβ. μέλλ. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀφεστηκα. θὰ λείπω, θὰ εἶμαι μακρὰν ἀπό..., τινὸς Πλάτ. Πολ. 587Β, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. ― Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. τεθνήξω καὶ ἴδε Βουττμ. Ἀνώμαλ. Ρήμ. ἐν λ. ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

f.ant. de ἀφίστημι.

Greek Monotonic

ἀφεστήξω: αρχ. Αττ. μέλ. σχημ. από ἀφ-έστηκα (παρακ. του ἀφίστημι), θα είμαι απών, θα απομακρυνθώ, θα είμαι μακριά από, τινός, σε Πλάτ., Ξεν.