διαναπαύω
English (LSJ)
A allow to rest awhile, Hp.Aph.2.48, Arist.Pol.1339b30, Plu.Flam. 4; interrupt, τὸ συνεχές Luc.Am.7; δ. τὴν ταυτότητα relieve the monotony, D.H.Comp.12:—Med., rest awhile, Pl.Lg.625b, Ph.2.197, Porph.Marc.4:—also intr. in Act., Aristid.Or.51(27).17.
German (Pape)
[Seite 591] (s. παύω), dazwischen ausruhen lassen, τινά, Plat. Polit. 257 c; δύναμιν, Pol. 5, 6 στρατόν, Plut. Marcell. 6; Anton. 38; τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ, unterbrechen, Luc. am. 7. – Med., dazwischen ausruhen, sich erholen, Plat. Conv. 191 c; Luc. Necyom. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαναπαύω: παρέχω εἴς τινα διάλειμμα ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· διακόπτω τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.
French (Bailly abrégé)
1 donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;
2 interrompre;
Moy. διαναπαύομαι prendre un peu de repos.
Étymologie: διά, ἀναπαύω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 c. ac. de pers. dar un respiro, dejar descansar αὐτόν Pl.Plt.257c, (τοὺς ἀνθρώπους) ἐν ταῖς ἀπὸ ταύτης ἡδοναῖς Arist.Pol.1339b30, τὴν δύναμιν Plb.5.6.6, 10.29.1, τὸν στρατόν Plu.Flam.4, cf. Ant.38, D.S.13.79, Str.11.8.5, 15.2.7, I.BI 5.23, Hld.10.1.2, ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν LXX Ge.5.29, τὴν παῖδα Luc.Tox.52, ἑαυτόν Philostr.Iun.Im.2.3, σε Pall.H.Laus.21.4.
2 c. ac. de abstr. interrumpir, hacer cesar, dar descanso a τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ διαναπαῦσαι interrumpir la continuidad de la navegación Luc.Am.7, δ. τὴν ταυτότητα romper la monotonía D.H.Comp.12.10, τὰς ... σπουδὰς ... ταῖς παιδιαῖς Ael.VH 12.15, τοὺς πόνους Gr.Naz.M.36.368A, τὸν θυμὸν αὐτῶν Chrys.M.59.280, cf. Gr.Nyss.Pss.144.15
•c. gen. τῶν πόνων Plu.2.726d, τοῦτον καμάτου διαναπαύσας Eus.LC 68 (p.209).
3 c. ac. de n. concr. asentar, posar, depositar τὴν λάρνακα Eus.VC 4.70.2, en v. pas., de un cadáver, Eus.VC 4.60.3.
II intr. hacer una interrupción, detenerse, descansar τὸ δ. εὐθύς, ἄκοπον Hp.Aph.2.48, cf. Epid.6.12.2, οὐδαμοῦ γὰρ διαναπαύσας Aristid.Or.51.17, cf. Plu.2.136d
•en v. med. mismo sent. διαναπαύεσθαι πυκνά el hacer frecuentes interrupciones Pl.Lg.625b, οὕτω γὰρ ἂν ... τὸ κοπιῶν τοῦ σώματος ... διαναπαύοιτο μάλιστα Hp.Salubr.7, cf. Epid.5.22, ἐὰν διαναπαυσάμενοι παλαίωσι Arist.Pr.867a8, ἵνα μηδένα χρόνον οἱ πολέμιοι διαναπαύσαιντο D.H.6.29, cf. Ph.2.493, διαναπαυόμενος τὰς ἱερὰς ἑβδομάδας tomándose un descanso el sagrado día séptimo Ph.2.197, cf. D.P.Au.3.22, Porph.Marc.4.