διαυγάζω

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυγάζω Medium diacritics: διαυγάζω Low diacritics: διαυγάζω Capitals: ΔΙΑΥΓΑΖΩ
Transliteration A: diaugázō Transliteration B: diaugazō Transliteration C: diavgazo Beta Code: diauga/zw

English (LSJ)

   A glance, shine through, τῷ σχισμῷ Placit.3.3.3; ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2 Ep.Pet.1.19: impers., ἅμα τῷ διαυγάζειν (sc. τὴν ἡμέραν) Plb.3.104.5; to be transparent, Mnesith. ap. Orib.inc.15.11.    II = φωτίζω, Hsch.: and so metaph., διαυγασθείς being enlightened, perceiving the truth, J.AJ5.10.4.    III Astrol., influence by its rays (= ἐπιθεωρέω), PLond.1.130.70 (i A.D.).    IV Pass., to be glazed, of pottery, prob. in BGU1143.15 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 609] durchglänzen, -leuchten; Plut. plac. phil. 3, 3; dah. διαυγάζει, es leuchtet durch, es wird hell, es wird Tag, Pol. 3, 104; im N. T. ἕωςἡμέρα διαυγάσῃ.

Greek (Liddell-Scott)

διαυγάζω: διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει ἡμέρα, ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «αὐγή», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.

French (Bailly abrégé)

briller à travers.
Étymologie: διά, αὐγάζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. part. graf. διευγασμένος BGU 1143.15 (I a.C.)]
I intr.
1 brillar, resplandecer πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει Placit.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2Ep.Petr.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, ἅμα τῷ διαυγάζειν al brillar el día Plb.3.104.5
en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.Pr.1.132.
2 dejar ver a través en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.Bel.57.27
part. neutr. subst. transparencia τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.11.
3 dud., quizá barnizar, cubrir con una capa brillante en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα BGU l.c.
II tr.
1 exponer a la luz, e.e., al aire libre en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.Ep.16
astrol. iluminar τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en PLond.130.70 (I/II d.C.)
fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.Anc.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado por la divinidad, I.AI 5.349.
2 irradiar σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.D.48.319.