εἰσορμίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

French (Bailly abrégé)

ao. εἰσωρμίσθην ou εἰσωρμισάμην;
1 entrer au port, aborder;
2 entrer pour se mettre à l’abri.
Étymologie: εἰς, ὁρμίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσορμίζομαι: 1) pass. входить в порт (εἰσορμισθέντες ἕνεκα χειμῶνος Xen.);
2) med. (о кораблях) входить, укрываться (εἰς τὸν ποταμόν Plut.).