εἰσορμίζομαι
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
French (Bailly abrégé)
ao. εἰσωρμίσθην ou εἰσωρμισάμην;
1 entrer au port, aborder;
2 entrer pour se mettre à l’abri.
Étymologie: εἰς, ὁρμίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσορμίζομαι: 1) pass. входить в порт (εἰσορμισθέντες ἕνεκα χειμῶνος Xen.);
2) med. (о кораблях) входить, укрываться (εἰς τὸν ποταμόν Plut.).