εἰδοποιός

From LSJ
Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοποιός Medium diacritics: εἰδοποιός Low diacritics: ειδοποιός Capitals: ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: eidopoiós Transliteration B: eidopoios Transliteration C: eidopoios Beta Code: ei)dopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A constituting a species, specific, διαφορά Arist.Top.143b7, cf.EN1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308.    II creating forms, Procl.Inst.157, Dam.Pr.310: c. gen., creating a form or pattern, ἀριθμός . . δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10.

German (Pape)

[Seite 724] eine Species machend, specifisch, Arist. Nic. 10, 4, 2; διαφοραί, top. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοποιός: -όν, ἀποτελῶν εἶδος, χαρακτηριστικός, διαφοραὶ Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 2, Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui constitue une espèce spécifique.
Étymologie: εἶδος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-όν
1 que da forma τὸ δημιουργικόν Procl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.310, εἶδος Dion.Ar.DN 2.10, αἰτίαι Olymp.in Mete.275.35, δύναμις Zach.Mit.Opif.M.85.1101C, c. gen. obj. ὑγρότης εἰ. τοῦ ἀέρος Alex.Aphr.Quaest.14.24, cf. 15.2, λόγος ὁ ... τοῦ πάντος εἰ. ref. a Cristo, Eus.LC 11 (p.227), ἀριθμὸς ... δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10, μονὰς ... εἰ. αὐτῶν (περισσῶν ἀριθμῶν) Iambl.in Nic.13, cf. 15, 73, τῶν ἀνειδέων Dion.Ar.DN 4.18, cf. 35, εἰ. τῶν παθῶν dicho del diablo, Cyr.Al.M.77.1269D, αἱ εἰδοποιοὶ αὐτῶν (στοιχείων) ποιότητες Olymp.in Mete.275.32, cf. 297.29.
2 que constituye una especie, específico διαφορά Arist.Top.143b7, EN 1174b5, Plot.6.3.18, Dam.Pr.308, Simp.in Cat.221.12, εἰ.· ἀναμορφωτής Hsch.