καταγνυπόω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 1343] entkräften, schwächen, VLL. S. κατεγνυπωμένος u. καταγρυπόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renfrogner.
Étymologie: κατά, γνυπόω.