ἐπίρρωσις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A strengthening, Ael.NA6.1; ῥώμης Lib.Decl.48.60. II. Rhet., intensification, Longin.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρωσις: -εως, ἡ, ἐνίσχυσις, Αἰλ. π. Ζ. 6. 1, Λογγῖν. 11. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 64.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de fortifier, d’affermir, d’encourager.
Étymologie: ἐπιρρώννυμι.