κατακωλύω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακωλύω Medium diacritics: κατακωλύω Low diacritics: κατακωλύω Capitals: ΚΑΤΑΚΩΛΥΩ
Transliteration A: katakōlýō Transliteration B: katakōlyō Transliteration C: katakolyo Beta Code: katakwlu/w

English (LSJ)

   A hinder from doing, c. acc. et inf., Simon.41, cf. Ar. Ach.1088; detain, keep back, τινα X.Oec.12.1, D.53.5; κ. ἔξω τινάς X.An.5.2.16; ἄχθεται . . τῷ κατακωλύοντι Pherecr.153.7:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ D.33.13.

German (Pape)

[Seite 1358] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωλύω: κωλύω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., μετὰ γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.

French (Bailly abrégé)

retenir, empêcher.
Étymologie: κατά, κωλύω.

Greek Monolingual

κατακωλύω (Α)
1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῑν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.)
2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.).