συμπροσψαύω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

German (Pape)

[Seite 990] (s. ψαύω), mit berühren od. anrühren, Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροσψαύω: προσψαύω ὁμοῦ, τινι Αἴσωπ. 329.

French (Bailly abrégé)

tâter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, προσψαύω.

Greek Monolingual

Α προσψαύω
αγγίζω μαζί με κάποιον άλλο.