ἔξαιτος
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ον, (ἐξαίνυμαι)
A picked, choice, excellent, οἶνόν τ' ἔ. μελιηδέα Il.12.320; νῆα καὶ ἐ. ἐρέτας Od.2.307; ἐ. ἑκατόμβας 5.102: in later Poets like ἐξαίρετος, A.R.4.1004, AP6.332.5 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 865] ausgewählt, vorzüglich; οἶνος Il. 12, 320; ἐρέται Od. 2, 307; ἑκατόμβαι 5, 302; sp. D., wie Man. 2, 226; auch Μήδεια, zurückgefordert, Ap. Rh. 4, 1004.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιτος: -ον, (αἰτέω) περιζήτητος, ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος, οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐξαίρετος, Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
choisi ; distingué.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.