ἐξέψω
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
A boil thoroughly, Hdt.4.61:—Pass., to be boiled out, v.l. in Arist.Mete.384a2.
German (Pape)
[Seite 880] (s. ἕψω), auskochen, garkochen, Her. 4, 61; τὸ ὕδωρ οὐκ ἐξέψεται ὑπὸ πυρός, wird verzehrt, Arist. Meteor. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέψω: μέλλ. ἐξεψήσω, βράζω ἢ μαγειρεύω τι ἐντελῶς Ἡρόδ. 4. 61. - Παθ., ἐντελῶς βράζομαι, Ἀριστ. Μετεωρολ. 4. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
faire cuire.
Étymologie: ἐξ, ἕψω.