ἐπίρρητος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρητος Medium diacritics: ἐπίρρητος Low diacritics: επίρρητος Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: epírrētos Transliteration B: epirrētos Transliteration C: epirritos Beta Code: e)pi/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139.    II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.

Greek Monolingual

ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.