ἐρυθροδάκτυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.
German (Pape)
[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.
Greek Monolingual
ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.