εὐάλφιτος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάλφῐτος Medium diacritics: εὐάλφιτος Low diacritics: ευάλφιτος Capitals: ΕΥΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: euálphitos Transliteration B: eualphitos Transliteration C: evalfitos Beta Code: eu)a/lfitos

English (LSJ)

ον,

   A of good meal, AP7.736 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1056] φύστη Leon. Tar. 55 (VII, 736), von gutem Gerstenmehl.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάλφῐτος: -ον, ἐκ καλοῦ ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 7. 736.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
préparé avec de la bonne farine.
Étymologie: εὖ, ἄλφιτον.

Greek Monolingual

εὐάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκ-άλφιτος, πολυ-άλφιτος].