εὐάλφιτος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
εὐάλφιτον, of good meal, AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1056] φύστη Leon. Tar. 55 (VII, 736), von gutem Gerstenmehl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
préparé avec de la bonne farine.
Étymologie: εὖ, ἄλφιτον.
Russian (Dvoretsky)
εὐάλφῐτος: приготовленный из хорошей муки (φύστη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐάλφῐτος: -ον, ἐκ καλοῦ ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Greek Monolingual
εὐάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκάλφιτος, πολυάλφιτος].
Greek Monotonic
εὐάλφῐτος: -ον (ἄλφιτον), αυτός που είναι φτιαγμένος από καλό αλεύρι, σε Ανθ.