εὐάλφιτος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάλφῐτος Medium diacritics: εὐάλφιτος Low diacritics: ευάλφιτος Capitals: ΕΥΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: euálphitos Transliteration B: eualphitos Transliteration C: evalfitos Beta Code: eu)a/lfitos

English (LSJ)

εὐάλφιτον, of good meal, AP7.736 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1056] φύστη Leon. Tar. 55 (VII, 736), von gutem Gerstenmehl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
préparé avec de la bonne farine.
Étymologie: εὖ, ἄλφιτον.

Russian (Dvoretsky)

εὐάλφῐτος: приготовленный из хорошей муки (φύστη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐάλφῐτος: -ον, ἐκ καλοῦ ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 7. 736.

Greek Monolingual

εὐάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκάλφιτος, πολυάλφιτος].

Greek Monotonic

εὐάλφῐτος: -ον (ἄλφιτον), αυτός που είναι φτιαγμένος από καλό αλεύρι, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άλφῐτος, ον ἄλφιτον
of good meal, Anth.