εὔλυρος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλυρος Medium diacritics: εὔλυρος Low diacritics: εύλυρος Capitals: ΕΥΛΥΡΟΣ
Transliteration A: eúlyros Transliteration B: eulyros Transliteration C: eylyros Beta Code: eu)/luros

English (LSJ)

ον, (λύρα)

   A skilled in the lyre, of Apollo, E.Fr.477; of the Muses, Ar. Ra.229 (lyr.); of a harper, IG14.1663.

German (Pape)

[Seite 1079] die Lyra gut spielend, Μοῦσαι Ar. Ran. 229; Ἀπόλλων Eur. frg. Licymn. 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλῠρος: -ον, (λύρα) ὁ παίζων καλῶς τὴν λύραν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 480· ἐπὶ τῶν Μουσῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 229· ἐπὶ κιθαριστοῦ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lyre mélodieuse.
Étymologie: εὖ, λύρα.

Greek Monolingual

εὔλυρος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα.