κακόνους

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόνοος.

Greek Monolingual

-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρό-νους, φαιδρό-νους].