καθελκύω
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καθελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καθειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καθείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.
French (Bailly abrégé)
f. καθελκύσω, ao. καθείλκυσα, pf. καθείλκυκα, pqp. καθειλκύκειν;
Pass. ao. καθειλκύσθην, pf. καθείλκυσμαι;
tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, acc. ; en parl. de vaisseaux amener à la mer, mettre à flot.
Étymologie: κατά, ἑλκύω.
Greek Monolingual
σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)].